-
1 Διονυσιακοί
Διονῡσιακοί, Διονυσιακόςbelonging to the Dionysia: masc nom /voc pl -
2 τεχνιτης
1) ремесленник(οἱ γεωργοὴ καὴ τεχνῖται Arst.)
2) мастер, знаток Plat., Arst.τ. τινός и περί τι Xen. — знаток чего-л.;
3) ловкач, хитрец Luc. -
3 Διονυσοκόλακες
Δῐονῡσο-κόλᾰκες, οἱ, nickname of the τεχνῖται Διονυσιακοί, Theopomp. Hist. 267, Arist.Rh. 1405a23, Charesap.Ath.12.538f, Alciphr.3.48: hence,II flatterers of Dionysius the Tyrant, and the school of Plato, Epicur.Fr. 238, Thphr. ap. Ath.8.249f, 10.435e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοκόλακες
-
4 τεχνίτης
A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol. 1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph.,πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10
, cf. LXX Wi.13.1.II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph. 219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh. 1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph. 981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in.., X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh. 1405a24, Pr. 956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. ([place name] Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat. qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνίτης
См. также в других словарях:
Διονυσιακοί — Διονῡσιακοί , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek